Κονδυλώματα
Τα κονδυλώματα είναι ένα σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, που οφείλεται σε κάποια στελέχη του ιού HPV, «Human Papilloma Virus» ή Ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων. Στο 90% των περιπτώσεων εμφάνισης των κονδυλωμάτων συναντούμε τους τύπους 9 και 11 του ιού.
Συμπτώματα των κονδυλωμάτων
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν υπάρχουν έκδηλα συμπτώματα και έτσι διαφεύγει η διάγνωση. Μπορεί να εμφανιστούν σαν μονήρη ή και πολλαπλά μικρά μορφώματα, που προεξέχουν από το δέρμα της περιοχής που έχουν προσβάλει και συνήθως έχουν ανώμαλη επιφάνεια. Εμφανίζονται στον κόλπο, στα μικρά χείλη και στην περιπρωκτική περιοχή στις γυναίκες, ενώ στους άνδρες, συνήθως στην βάλανο και στο όσχεο, όπως επίσης και στην περιπρωκτική χώρα.
Τρόπος μετάδοσης των κονδυλωμάτων
Η μετάδοση του ιού των κονδυλωμάτων γίνεται κατεξοχήν με τη σεξουαλική επαφή. Εκτός από την περιοχή του κόλπου και του τραχήλου εμφανίζονται και στην περιγεννητική περιοχή (τριχωτό και δέρμα γύρω από τα γεννητικά όργανα) και για το λόγο αυτό η χρήση προφυλακτικού δεν προφυλάσσει από τη λοίμωξη 100%.
Διάγνωση των κονδυλωμάτων
Η διάγνωση γίνεται με την γυναικολογική εξέταση, τα ευρήματα από το τεστ κατά Παπανικολάου, την κολποσκόπηση και οριστικά από την λήψη βιοψιών από την περιοχή της βλάβης.
Θεραπεία των κονδυλωμάτων
Η θεραπεία των κονδυλωμάτων γίνεται συντηρητικά ή με εξαίρεση των βλαβών. Είναι μία μέθοδος που γίνεται με την εφαρμογή τοπικής αναισθησίας και γίνεται συνήθως στο ιατρείο. Η συντηρητική αγωγή αφορά την εφαρμογή ειδικής κρέμας. Η κρέμα αυτή δρα εναντίων των κονδυλωμάτων μέσω της διέγερσης του ανοσοποιητικού συστήματος τοπικά, στην περιοχή της λοίμωξης. Συνήθως ένας κύκλος θεραπείας διαρκεί ενάμισι μήνα και μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να χρειαστεί να επαναληφθεί. Η επεμβατική αντιμετώπιση αφορά τη χρήση Laser, διαθερμίας ή κρυοπηξίας. Η χρήση αναισθησίας είναι απαραίτητη στις λοιμώξεις που αφορούν τον κόλπο, την περηγεννετική και περιπρωκτική περιοχή αλλά όχι στα κονδυλώματα του τραχήλου της μήτρας.
Το είδος της θεραπείας είναι εξατομικευμένο και θα αποφασιστεί από τον θεράποντα γιατρό σε συνεννόηση με τον ασθενή, μετά από την αξιολόγηση της κλινικής εικόνας και την συζήτηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της κάθε μεθόδου.