article-endomhtriwsh-f64632ab

Ενδομητρίωση

Ως ενδομητρίωση,  χαρακτηρίζεται η ανάπτυξη ενδομητρικού ιστού έξω από τη κοιλότητα της μήτρας και κατά κύριο λόγο στη περιοχή της ελάσσονος πυέλου, στις ωοθήκες, τους συνδέσμους της μήτρας, στη σκωληκοειδή απόφυση, στο έντερο, στην ουροδόχο κύστη, στον τράχηλο αλλά και στο τοίχωμα της περιτοναϊκής κοιλότητας.

 Έχουν περιγραφεί επίσης εστίες ενδομητρίωσης στον ομφαλό, στην ουλή λαπαροτομίας και περινεοτομίας, στον κόλπο  αλλά και σε πιο απομακρυσμένες περιοχές όπως, θώρακα και περικαρδιακή κοιλότητα.

 
Αίτια ενδομητρίωσης
 
Ο μηχανισμός ανάπτυξης της ενδομητρίωσης είναι άγνωστος. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες για την γενεσιουργό αιτία της, αλλά όπως φαίνεται μέχρι στιγμής, η πιο αποδεκτή είναι εκείνη της κατευθείαν εμφύτευσης των ενδομητρικών κυττάρων στην ελάσσονα πύελο, μέσω της παλινδρόμησης του αίματος της εμμήνου ρύσεως δια των σαλπίγγων. Όμως, παλίνδρομη εμμηνορρυσία παρατηρείται στις περισσότερες γυναίκες και σαφώς  δεν αναπτύσσουν όλες ενδομητρίωση. Για το λόγο αυτό, οι έρευνες στράφηκαν στην υπόθεση ότι υπάρχει μειωμένη απάντηση του ανοσολογικού συστήματος στις γυναίκες που αναπτύσσουν ενδομητρίωση, με αποτέλεσμα να μην καταστρέφονται τα κύτταρα του ενδομητρίου όταν αυτά βρίσκονται σε θέσεις εκτός της μήτρας.
 
Συμπτώματα της ενδομητρίωσης
 
Η ενδομητρίωση προσβάλλει συχνότερα τις γυναίκες ηλικίας 20-45 χρονών και τα κλινικά συμπτώματα εξαρτώνται από τη θέση εντόπισης και τον βαθμό έκτασης της νόσου. Η κλασική τριάδα των συμπτωμάτων είναι η δυσμηνόρροια ή ο πόνος λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της περιόδου (ο οποίος δεν είναι από την απαρχή της εμμήνου ρύσεως), η δυσπαρεύνια, δηλαδή ο πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής και τέλος η υπογονιμότητα, όπου σε γυναίκες με ενδομητρίωση απαντάται σε ποσοστά 25-35%. 
 
Διάγνωση της ενδομητρίωσης
 
Ορισμένα στοιχεία από το ιατρικό ιστορικό, όπως για παράδειγμα η εμφάνιση της  δυσμηνόρροιας (πόνος στη περίοδο) μετά το 20ο έτος της ηλικίας, ο πόνος που αντανακλά στην οσφυϊκή χώρα ή στο ορθό, η ανακούφιση μετά από θεραπεία με ορμόνες (αντισυλληπτικά δισκία), προσφέρουν σημαντική βοήθεια. Η αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση βοηθά και αυτή με τη σειρά της τον κλινικό ιατρό. Το ενδοκολπικό υπερηχογράφημα μπορεί να διακρίνει κυστικά μορφώματα των ωοθηκών, τα οποία παραπέμπουν σε ενδομητριωσικές κύστες. Η οριστική διάγνωση όμως τίθεται με την μέθοδο της λαπαροσκόπησης , που είναι μια απλή χειρουργική διαδικασία επισκόπησης της κοιλιακής κοιλότητας, μέσα από οπτική κάμερα η οποία διαπερνά τα κοιλιακά τοιχώματα από πολύ μικρή τομή στην περιοχή του ομφαλού.
 
Θεραπεία της ενδομητρίωσης
 
Η θεραπεία μπορεί να είναι φαρμακευτική, χειρουργική ή συνδυασμός των δυο. Αρχικά πρέπει να τεθεί η διάγνωση και να καθοριστεί η έκταση της νόσου. Στη συνεχεία θα αποφασισθεί το είδος της θεραπείας, το οποίο θα είναι ανάλογο με την ηλικία της ασθενούς, την έκταση της νόσου και την επιθυμία της για τεκνοποίηση. Η φαρμακευτική θεραπεία εφαρμόζεται σε  ασθενείς χωρίς εκτεταμένες εστίες και συμφύσεις, που επιθυμούν εγκυμοσύνη, όπως επίσης και σε γυναίκες χωρίς προβλήματα γονιμότητας. Η χειρουργική θεραπεία είναι συνήθως λαπαροσκοπική και στοχεύει στην αφαίρεση ή καυτηρίαση των ορατών εστιών, την λύση των συμφύσεων και τέλος στην αποκατάσταση των ανατομικών σχέσεων. Η λαπαροσκόπηση εδώ έχει τα πλεονεκτήματα της άμεσης θέασης της περιτοναϊκής κοιλότητας σε ικανή μεγέθυνση, της γρήγορης επέμβασης, αλλά και  της ταχείας ανάρρωσης και εξόδου από το νοσοκομείο .